- βεβριθυία
- βεβριθυῖαβεβρῑθυῖα , βρίθωto be heavy: perf part act fem nom /voc sg
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
βεβριθυῖα — βεβρῑθυῖα , βρίθω to be heavy perf part act fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρίθω — (Α βρίθω) είμαι κατάφορτος, είμαι γεμάτος από κάτι αρχ. 1. κάμπτομαι από το βάρος, λυγίζω 2. υπερισχύω, επικρατώ 3. παρέχω με αφθονία, φορτώνω κάποιον με δώρα κ.λπ. 4. είμαι βαρύς («ἔρις βεβριθυῑα» βαριά διαμάχη). [ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο το ρ. βρίθω όσο… … Dictionary of Greek